Βελή πασάς

Βελή πασάς
(1773 – 1822).Δευτερότοκος γιος του Αλή πασά Ιωαννίνων, από την πρώτη του γυναίκα Εμινέ. Νυμφεύτηκε την κόρη του Ισμαήλ πασά του Βερατίου Ζεϊβενιέ, από την oποία απέκτησε τρία παιδιά. To 1801 κινήθηκε κατά του πεθερού του Ισμαήλ, που υποστήριξε τους Σουλιώτες και τους Τσάμηδες, ύστερα όμως από έκκληση του Ισμαήλ προς τον Αλή, η ρήξη σταμάτησε. Ο Βελής τότε στράφηκε απερίσπαστος κατά των Σουλιωτών, τους οποίους υποχρέωσε να συνθηκολογήσουν (Δεκέμβριος 1803) και να εγκαταλείψουν το Σούλι. Το 1806, ο Β. διορίστηκε από τον σουλτάνο Μόρα βαλεσής (διοικητής Πελοποννήσου) και με 12.000 άνδρες πέρασε στον Μοριά. Η πολιτεία του εκεί, στα πλαίσια του σχεδίου επικράτησης της οικογένειας του Αλή στον ελλαδικό χώρο, υπήρξε ιδιαίτερα ευνοϊκή προς τους χριστιανούς, με τους οποίους διατηρούσε φιλικότατες σχέσεις (προσωπικός του γιατρός στην Πελοπόννησο ήταν ο Ηπειρώτης ποιητής Ιωάννης Βηλαράς). Το 1810 πήρε μέρος στις μάχες των Τούρκων κατά των Ρώσων στον Δούναβη, όπου είχε σοβαρές αποτυχίες. Το 1812 μετατέθηκε στη Θεσσαλία και το 1819 –στην προσπάθεια του σουλτάνου να περιορίσει την επιρροή της οικογένειας του Αλή– στη Ναύπακτο. Στην περίοδο της ρήξης του πατέρα του με τον σουλτάνο (1820), ο Β., όπως και o αδελφός του Μουχτάρ, πείστηκε από τον Πασόμπεη (πρώην έμπιστο της οικογένειας και τότε αρχιστράτηγο των σουλτανικών στρατευμάτων) να συνθηκολογήσει, με αντάλλαγμα την παραχώρηση πασαλικιού στην Ανατολία. Τα παιδιά εγκατέλειψαν τον πατέρα, ύστερα όμως από τη σύλληψη και τον θάνατο του Αλή (1882), ακολούθησαν την τύχη του. Ο Β. αποκεφαλίστηκε, αφού προηγουμένως παρακολούθησε τον αποκεφαλισμό του αγαπημένου του παιδιού Μεχμέτ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βελή-Γκέκας — (18ος 19ος αι.). Αλβανός από τη Σκόδρα, που βρισκόταν στην υπηρεσία του Αλή πασά και έγινε γνωστός για την παλικαριά του αλλά και για τις διώξεις του εναντίον των χριστιανών. Ήταν γιγαντόσωμος και άγριος. Ο Κατσαντώνης, που δεν υποτασσόταν στον… …   Dictionary of Greek

  • Αλή πασάς, Τεπελενλής — (1744 – 1822). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Το 1640, ένας Μικρασιάτης οθωμανός ονόματι Χουσεΐν εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι και δημιούργησε εκεί γενιά. Ο γιος του Μέτσιο Χούσιος άφησε γιους τον Μπεκίρ και τον Μουχτάρ. Ο γιος του πρώτου, Ισλιάμπεης,… …   Dictionary of Greek

  • Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αγριδόγιαννης ή Αγριογιάννης — (; – 1789).Αρματολός από το Μάτεσι της Ολυμπίας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, στο πλευρό του αρχηγού Ζαχαριά. Σκοτώθηκε το 1789 σε διάρκεια μάχης κοντά στον Αλφειό ποταμό. Σύμφωνα με ένα δημοτικό τραγούδι, τον Α. σκότωσε o Βελή πασάς, o oποίος με… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγοράκης — Επώνυμο οικογένειας αρχόντων της Μάνης. 1. Αντώνιος ή Αντώνμπεης (Μάνη 1757 – Μιστράς 1821). Διορίστηκε μπέης της Μάνης (1803 10) και κατόρθωσε να επιβάλει την τάξη, σε συνεργασία με την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων και άλλων ισχυρών οικογενειών …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Αϊσέ — I (1694 – 1733). Κιρκάσια πριγκίπισσα. Αιχμαλωτίστηκε σε παιδική ηλικία από τους Τούρκους σε επιδρομή εναντίον της πατρίδας της και πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Αγοράστηκε προς 1.500 φράγκα της εποχής από τον κόμη Ντε Φεριόλ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …   Dictionary of Greek

  • Δεληγιάννης — Επώνυμο οικογένειας από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας. Αρχικά το επώνυμό τους ήταν Παπαγιαννοπούλου. Τα μέλη της έδρασαν κατά τα τέλη του 18ου αι., στα χρόνια της Επανάστασης και μετά από αυτή. 1. Αναγνώστης (1771 – 1856). Αδελφός του Θεόδωρου (βλ. 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”